Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Μια ματιά στην ιστορία της περιοχής

Στο τετράγωνο που ορίζεται σήμερα από τις οδούς Μοναστηρίου, Λαγκαδά, Αφροδίτης Βάκχου, Οδυσσέως, Ταντάλου Προμηθέως, ήταν η συνοικία ΜΠΑΡΑ που οι Τούρκοι ονόμαζαν dudulak (δρόμος της ηδονής).


Η ονομασία Μπάρα, σύμφωνα με τον Γιώργο Ιωάννου, ετυμολογικά αναφέρεται στα νερά από τον βούρκο που σχηματιζόταν σε διάφορα σημεία της περιοχής. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, Μπάρα ονομάζανε ένα κοίλωμα με λιμνάζοντα ύδατα, το οποίο κάποτε σκεπάστηκε, επιχωματώθηκε και επάνω εκεί άρχισαν να χτίζονται σπίτια μικρά, ευτελούς κατασκευής. Στην περιοχή παρέμειναν αρκετές εστίες με στεκούμενα νερά, ρυάκια και μικρές γέφυρες για να περνάει ο κόσμος από την μια πλευρά στην άλλη, όπως φαίνεται από φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Η λέξη μπάρα λοιπόν από λέξη περιγραφική άρχισε να έχει σημασία τοπωνύμιου και έχασε με τον καιρό την κυριολεκτική της σημασία. Τα σπίτια που χρησίμευαν ως οίκοι ανοχής, ήταν συνήθως μονώροφα με μια κουζίνα και ένα δωμάτιο που ήταν και ο χώρος εργασίας και το υπνοδωμάτιο. Σπάνια υπήρχε ένα δεύτερο δωμάτιο δίπλα στο άλλο η σε ένα δεύτερο πάτωμα. Οι περισσότερες κοπέλες έμεναν εκεί, στον ίδιο χώρο όπου και εργάζονταν. Η είσοδος ήταν μια στενή πρόσοψη καλυμμένη από μια πόρτα της οποίας το πάνω κομμάτι ήταν παράθυρο. Αυτό βοηθούσε τις πόρνες τα κρύα βράδια του χειμώνα με την πολλή υγρασία και τον αέρα να στέκονται πίσω από αυτό (κάτι σαν βιτρίνα) και να καλούν τους πελάτες τους μέσα. Το καλοκαίρι στέκονταν στο κατώφλι του σπιτιού και περίμεναν συνήθως όρθιες ή σε χαμηλά καθίσματα. Αφού είχαν συμφωνήσει τι θα κάνουν και ποια θα είναι η τιμή έμπαιναν μέσα με τον πελάτη, τραβούσαν την κουρτίνα του παραθύρου η κλείνανε την πόρτα και αυτό σήμαινε ότι η πόρνη αυτού του σπιτιού είναι απασχολημένη. Στο δωματιάκι εκτός από το κρεβάτι σπάνια θα υπήρχε μια καρέκλα ή ένα μικρό τραπεζάκι και το μαγκάλι το οποίο κρατούσε ζεστό το χώρο. Στην περιοχή, εκτός από τους οίκους υπήρχαν και σπίτια με οικογένειες οι οποίες τοποθετούσαν μια επιγραφή στην πόρτα που έλεγε «Προσοχή οικογένεια» και κανείς δεν πλησίαζε εκεί και δεν ενοχλούσε.
Οι πόρνες της Μπάρας σε αντίθεση με άλλα πορνεία της πόλης ήταν μοναχικές, δούλευε μία σε κάθε σπίτι. Εκεί συναντούσες κορίτσια κάθε ηλικίας και καταγωγής, όπως από Ιταλία, Σουηδία, Γαλλία και Σερβία. Πολύ καλή φήμη είχαν οι Βολιώτισσες, οι Σμυρνιές και οι Εβραίες. Πολλά κορίτσια που ήρθαν πρόσφυγες με την οικογένεια ή και μόνες κατέληξαν από ανάγκη στους δρόμους της Μπάρας. Θεωρούνταν, σε σχέση με άλλες περιοχές, γυναίκες «χαμηλής ποιότητας», με πελάτες επαρχιώτες και κυρίως στρατιώτες και ταξιδευτές που δεν έδιναν σημασία στην ομορφιά και στις λεπτομέρειες της εμφάνισης. Σ’ αυτά τα σπίτια μετά την συνουσία δεν πλένονταν ούτε η πόρνη ούτε ο πελάτης και τα στρώμα δεν το ξέστρωναν ποτέ κατά την διάρκεια της ημέρας. Σχεδόν καθημερινά στην Μπάρα έβλεπες διαπληκτισμούς κοριτσιών με τους αγαπητικούς και τους νταβατζίδες, διάφορα αλισβερίσια περίεργων και σκοτεινών ανθρώπων που δρούσαν σε όλη την περιοχή σαν συμμορίες.


Από τις θρυλικές μορφές της Μπάρας ήταν ο Άλκης Πετσάς, ο επονομαζόμενος και «Βασιλιάς της Μπάρας». Το στέκι του ήταν ένα χασισοποτείο στην οδό Αφροδίτης απέναντι από το μπορντέλο της Μαντάμ Ερασμίας. Το 1932 έφθασαν στην Μπάρα δύο νταήδες από την Αθήνα, Σμυρνιοί στην καταγωγή. Ήταν δύο αδέρφια οι Αυγουλάδες. Σύντομα ο υπόκοσμος της πόλης χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους «Κωνσταντινοπολίτες» του Άλκη Πετσά και στους «Σμυρνιούς» των Αυγουλάδων. Ένα βράδυ το πρωτοπαλίκαρο του Άλκη Πέτσα, ο Κέρκυρας, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον μεγάλο αδελφό Αυγουλά. Αυτός ορκίστηκε εκδίκηση. Οι Αυγουλάδες παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Άλκη για να βρουν ευκαιρία να τον χτυπήσουν. Οι Αυγουλάδες, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να του μιλήσουν, τον πυροβόλησαν πολλές φορές με δύο πιστόλια και μετά άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. Ζούσε ακόμη όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε φάει επτά σφαίρες και 11 μαχαιριές. Στην κηδεία του, που έγινε την επόμενη μέρα, παραβρέθηκαν όλοι οι νταήδες της Σαλονίκης και οι πόρνες της περιοχής που συνόδευαν το φέρετρο ενώ όλα τα «σπίτια» και όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες της Μπάρας παρέμειναν την ίδια μέρα κλειστά ως ένδειξη πένθους. O Κέρκυρας αν και καταδικασμένος για φόνο δεν έκανε φυλακή μιας και ήταν ταγματασφαλίτης, το μάτι και το αυτί της αστυνομίας. Διατηρούσε με το γιό του Γιώργο μαγαζί από το οποίο και πέρασαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες Μπάτης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου. Ένα πρωινό βρέθηκαν δολοφονημένοι έξω από το μαγαζί τους για ξεκαθάρισμα υπόπτων συναλλαγών.



Μεγάλες δόξες η Μπάρα γνώρισε από το 1912 ως το 1918, στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Στρατιά της Ανατολής, που αριθμούσε 300.000 άνδρες, αποβιβάστηκε στην Θεσσαλονίκη. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν είχαν συγκεντρωθεί έως τότε τόσες πολλές και διαφορετικές φυλές μαζί με τους Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους που είχε ήδη η πόλη. Η Θεσσαλονίκη έζησε μεγάλες στιγμές την περίοδο εκείνη. Η συνοικία της Μπάρας είχε πάνω από 2000 με 3000 πόρνες, έτοιμες να εξυπηρετήσουν τον στρατό για τον οποίο ήταν το αγαπημένο στέκι, κάτι σαν την Τρούμπα στον Πειραιά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος έμειναν λιγότερες από 1000 μέχρι την δεύτερη εποχή ακμής της περιοχής, στα 1940 -1949. Τότε γέμισαν ξανά τα σπίτια με φαντάρους, αγρότες, ταγματασφαλίτες και μαυραγορίτες και κάθε λογής κόσμο που περνούσε από την πόλη. Στη δεκαετία του 60, το πρόσωπο της περιοχής αλλάζει για να εξελιχθεί στον Βαρδάρη, με μοντέρνες πολυκατοικίες, ξενοδοχεία, λαϊκά σινεμά, βιοτεχνίες, αγορά ρούχων, υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ, καμπαρέ και μπαρ, παραμένοντας σημείο αναφοράς στην πόλη. Υμνήθηκε σε πολλά ποιήματα και μυθιστορήματα από τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Κοροβίνη, τον Γρηγοριάδη και πολλούς άλλους συγγραφείς μελετητές και λογοτέχνες. Η ολοκληρωτική παρακμή της περιοχής ξεκινά με την καινούργια χιλιετία.


Read more at: https://parallaximag.gr/thessaloniki/chartis-tis-polis/i-amartoli-istoria-tis-polis

Δεν υπάρχουν σχόλια: